ψευδαργυρικός

ψευδαργυρικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στον ψευδάργυρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψευδαργυρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψευδάργυρο 2. αυτός που αποτελείται από ψευδάργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδάργυρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”